Σόνια-Σοφία Στεφανίδου. Η 1η Ελληνίδα Αλεξιπτωτίστρια

ΣΟΝΙΑ-ΣΟΦΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ

Η πρώτη Ελληνίδα Αλεξιπτωτίστρια

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1907-1940. Τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια
Ήταν η πρωτότοκη κόρη του γιατρού Φιλοποίμενος Στεφανίδη και γεννήθηκε στην Οδησσό της Ουκρανίας το 1907. Μόλις πέντε ετών αντίκρισε για πρώτη φορά µε τα µεγάλα σπινθηροβόλα µάτια της τον ήλιο της µεγάλης µητέρας πατρίδας της, Ελλάδας. Ήταν το φθινόπωρο του 1912, όταν ο πατέρας της ήλθε εδώ µε την οικογένειά του για να λάβει µέρος ως εθελοντής γιατρός στους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-13. Αυτή, όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια της, ακολούθησε τους γονείς της σε όλη την περιπετειώδη πορεία τους µέχρι το 1923 που εγκαταστάθηκαν στο Ηράκλειο της Κρήτης, δίχως ποτέ να φοιτήσει σε σχολείο. Κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας της διδάχτηκε “κατ’ οίκον”, µαζί µε την αδελφή της και µε την φροντίδα και την επιµέλεια των γονιών τους, όλα τα τότε µαθήµατα της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαίδευσης και, ύστερα από κανονικές εξετάσεις, πήρε Απολυτήριο από το Γυµνάσιο Ηρακλείου. Παράλληλα είχε µάθει και δύο ξένες γλώσσες : Γαλλική και Γερµανική. Τέλος, την άνοιξη του 1924, οι γονείς της την έστειλαν για ένα χρόνο στη Γαλλία, για να τελειοποιήσει τις σπουδές της στη Γαλλική γλώσσα.

Η υπηρεσία της στο ∆ηµόσιο (1927-1940) Η Σόνια Στεφανίδου σε νεαρή ηλικία.

Με τον ατίθασο και ανήσυχο χαρακτήρα του πατέρα της και ύστερα από ένα σύντοµο αλλά ατυχή γάµο της στο Ηράκλειο της Κρήτης, έφυγε ξαφνικά στις αρχές του 1927 για την Αθήνα, µε µόνα εφόδια το Απολυτήριο Γυµνασίου και τα πτυχία των δύο ξένων γλωσσών. Στις αρχές του Μαΐου έδωσε εξετάσεις στο Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας και πέτυχε. Έτσι, στις 18 του ίδιου µήνα διορίστηκε µόνιµη υπάλληλος µε το βαθµό του Γραφέως Β΄ στη ∆ιεύθυνση Γενικής Στατιστικής του ίδιου Υπουργείου. Σε όλο το χρονικό διάστηµα από το 1927 µέχρι το 1940 υπηρέτησε στο Υπουργείο (∆ιευθύνσεις Γενικής Στατιστικής και Αλιείας) και απ’ ό,τι διαπιστώνεται από τις Εκθέσεις Ικανότητός της (Φάκελλος υπ’ αριθµ. 810 του σηµερινού Υπουργείου Ανάπτυξης και παλαιότερα Εµπορίου) υπήρξε “φίλεργος”, πειθαρχική, εκτελούσα µε αυταπάρνηση τα καθήκοντά της και γενικά χαρακτηρίσθηκε ως Αρίστη υπάλληλος.Έτσι κύλησε ο χρόνος µέχρι το 1940.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1940-1941 Λίγο πριν από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεµο

Τα πρώτα γκρίζα σύννεφα του πολέµου είχαν ήδη συσσωρευτεί από το καλοκαίρι του 1940 πάνω από τον ουρανό της πατρίδας µας και όλα έδειχναν ότι η εµπλοκή της σ’ αυτόν ήταν πλέον αναπόφευκτη και δεν θα αργούσε για πολύ ακόµη. Σε περίπτωση πολεµικής σύρραξης και για την αποτελεσµατική αντιµετώπιση εχθρικών αεροπορικών βοµβαρδισµών, το Υπουργείο των Στρατιωτικών είχε οργανώσει από το 1936 την “Ανωτέραν ∆ιοίκησιν Αντιαεροπορικής Αµύνης της Χώρας” (Α∆ΑΑΧ), η οποία επόπτευε και το “Σχολείον Νοσοκόµων Παθητικής Αεραµύνης”. Λίγους µήνες λοιπόν πριν την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέµου, η Σόνια Στεφανίδου, αφού ζήτησε την εθελοντική εγγραφή της σε αυτό το Σχολείο, εκπαιδεύτηκε κανονικά και στις 11 Οκτωβρίου 1940 έλαβε το αντίστοιχο πτυχίο µε Αριθµό Μητρώου 1015. Υπόψη ότι, η ίδια είχε αποκτήσει ανάλογες ειδικές γνώσεις και εµπειρίες ως βοηθός χειρουργού στην κλινική του πατέρα της, όταν ακόµη βρισκόταν µε την οικογένειά της στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Εθελόντρια στον Ελληνοϊταλικό Πόλεµο 1940-41

Όταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεµος, ύστερα από την ιταµή επίθεση των ιταλικών φασιστικών στρατευµάτων στην Ήπειρο, η Σόνια Στεφανίδου υπηρετούσε ως µόνιµη υπάλληλος µε το βαθµό της Γραµµατέως Β΄ στο Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας. Έχοντας, όµως, κληρονοµήσει από τον πατέρα της τον υπέρµετρο πατριωτισµό και τα υψηλά ιδανικά του, η πάντα ανήσυχη Σόνια δεν άργησε να εκδηλώσει τον εσωτερικό της κόσµο. Ύστερα από µερικές ηµέρες – στις αρχές Νοεµβρίου – υπέβαλε αναφορά στο Υπουργείο της και ζητούσε την άδεια να καταταγεί στη Στρατιωτική Υπηρεσία, γιατί, όπως σηµείωνε η ίδια σε µεταγενέστερη αναφορά της “[…]εθεώρησα καθήκον µου όπως κι εγώ προσφέρω ό,τι ηδυνάµην περισσότερον χάριν του Ιερού Αγώνος […]”. Αµέσως µετά την αποδοχή του αιτήµατός της από το Υπουργείο στο οποίο υπηρετούσε, υπέβαλε, µε τη µεσολάβηση και του τότε Υπουργού “παρά τω Προέδρω της Κυβερνήσεως” Κ. Μπουρµπούλη, νέα αναφορά – µε δύο πιστοποιητικά – προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών. Έτσι άρχισε η άξια κάθε θαυµασµού εθελοντική πατριωτική δράση της στις δύσκολες, αλλά δοξασµένες μέρες εκείνου του πολέµου.

Η Σόνια Στεφανίδου µε τη στολή Εθελοντού Αδελφής Νοσοκόµου εκτός υπηρεσίας.

Με την καταφατική απάντηση του Υπουργού των Στρατιωτικών, που ήλθε αµέσως, κατατάσσεται και εισάγεται για εκπαίδευση, περί τα τέλη Νοεµβρίου, στο Νοσοκοµείο “Ερυθρός Σταυρός” της Αθήνας – την εποχή εκείνη 7ο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο – γιατί η µοναδική τότε περίπτωση για να βρεθεί στο µέτωπο που αγωνιζόταν ο Ελληνικός Στρατός ήταν να γίνει “Εθελοντής Αδελφή Νοσοκόµος” του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ). Έτσι πήρε τον αριθµό 2793 στο Μητρώο του Σώµατος Εθελοντριών Αδελφών Νοσοκόµων, οι οποίες τόσα πολλά πρόσφεραν στον επικό και τιτάνιο αγώνα όλων των Ελλήνων κατά της τότε φασιστικής Ιταλίας. Η εκπαίδευση όµως και η µετέπειτα πρακτική εξάσκηση στο 4ο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο (Ιπποκράτειο) Αθηνών απαιτούσε αρκετό χρόνο, γεγονός που ανάγκασε τη Στεφανίδου να στείλει στις 15 Ιανουαρίου 1941 ιδιόχειρη επιστολή στον Υπουργό των Στρατιωτικών, παρακαλώντας τον να µετατεθεί το συντοµότερο δυνατόν στη γραµµή του µετώπου. Ήδη οι δύο αδελφοί της – Βλαδίµηρος και Κωνσταντίνος – βρίσκονταν εκεί και υπηρετούσαν στη γραµµή του µετώπου ως Έφεδροι Ανθυπίατροι σε προκεχωρηµένες υγειονοµικές µονάδες, ο δε πατέρας της ως επιστρατευµένος γιατρός στη ∆ράµα. Ο κανονισµός, ωστόσο, του Ερυθρού Σταυρού ήταν υποχρεωτικός για όλους κι έτσι η παραπέρα παραµονή της στην Αθήνα για συνέχιση της εκπαίδευσής της κρίθηκε απαραίτητη. Κι εδώ, η προσφορά της στους τραυµατίες και ασθενείς που νοσηλεύονταν τότε στα Στρατιωτικά Νοσοκοµεία της πρωτεύουσας υπήρξε συγκινητική.

Η Εθελοντής Αδελφή Νοσοκόµος Σόνια Στεφανίδου (πρώτη απο αριστερά) σε Στρατιωτικό Νοσοκοµείο της Αθήνας στις αρχές του 1941.

Τελικά στις 15 Μαρτίου 1941 και ενώ υπηρετούσε στο 4ο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο Αθηνών, πήρε το ∆ίπλωµα µε το οποίο ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός την κατέταξε στα “Στελέχη των Εθελοντών Βοηθών” του, αφού “υπέστη επιτυχώς εξετάσεις, υποβληθείσα εις την κεκανονισµένην πρακτικήν εξάσκησιν”.

Εθελοντής Αδελφή Νοσοκόµος στη Γραµµή των Πρόσω

Στις 23 Μαρτίου φεύγει επιτέλους για τα Ιωάννινα, όπου έχει τοποθετηθεί στο 1ο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο (σσ:: του Νοσηλευτικού Κέντρου Μετόπισθεν), του οποίου τότε ∆ιευθυντής ήταν ο Αρχίατρος Ιωάννης Πρίντζος. Ύστερα από ολιγοήµερη προσωρινή παραµονή στο αντίστοιχο Νοσοκοµείο της Άρτας, παρουσιάζεται στη Μονάδα της στις 7 Απριλίου 1941 (σσ:: την επόµενη της έναρξης του Ελληνογερµανικού Πολέµου), εγγράφεται στη δύναµη του Νοσοκοµείου (Ηµερησία ∆ιαταγή της 7ης Απριλίου) και αµέσως τοποθετείται στο Κεντρικό Συγκρότηµά του, µέσα στην πόλη, στο οποίο νοσηλευόταν ένας πολύ µεγάλος αριθµός τραυµατιών και ασθενών από το Αλβανικό Μέτωπο. Η προσφορά της Σόνιας Στεφανίδου, που πίστευε ότι “έπρεπε να δώσει τον ευατόν της ολοκαύτωµα χάριν της πατρίδος”, υπήρξε πράγµατι συγκινητική και αξιέπαινη σε όλη τη σύντοµη παραµονή της στο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο Ιωαννίνων. Ιδιαίτερα κατά τους εχθρικούς αεροπορικούς βοµβαρδισµούς, ανήµερα του Αγίου Πάσχα (20 Απριλίου 1941), κατά τους οποίους καταστράφηκε ολοσχερώς το 2ο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο Ιωαννίνων µε πενήντα (50) περίπου νεκρούς και τραυµατίες, η αξιαγάπητη Αδελφή Νοσοκόµος επέδειξε ασυνήθιστη τόλµη και αυταπάρνηση, προσφέροντας πολύτιµη βοήθεια στα πολυάριθµα θύµατα (γιατρούς, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, νοσηλευόµενους τραυµατίες και ασθενείς από το µέτωπο) και µάλιστα κατά τη µακάβρια συγκέντρωση των διαµελισθέντων από τις εκρήξεις των βοµβών. Σ’ αυτούς τους βοµβαρδισµούς υπήρξαν αρκετά θύµατα, µεταξύ των οποίων ήταν ο διευθυντής του 2ου Νοσοκοµείου, Αρχίατρος Γεώργιος Μαρκάκης, ένας Έφεδρος Αρχίατρος καθηγητής Πανεπιστηµίου, γιατροί, επτά (7) Εθελόντριες Αδελφές Νοσοκόµες, καθώς και άντρες από το νοσηλευτικό και νοσηλευόµενο προσωπικό του Νοσοκοµείου. Επίσης τραυµατίστηκαν και πολλοί άλλοι. Για την πολλαπλή εκείνη προσφορά υπηρεσιών, η Σόνια Στεφανίδου, µαζί µε άλλες Εθελόντριες Αδελφές Νοσοκόµες, προτάθηκε από το ∆ιευθυντή του 1ου Στρατιωτικού Νοσοκοµείου, Αρχίατρο Ιωάννη Πρίντζο, για απονοµή Ηθικής Αµοιβής µε το εξής αιτιολογικό, γραµµένο στην Ηµερήσια ∆ιαταγή του Νοσοκοµείου
της 20ης Απριλίου 1941 :

“[…] Επίσης προτείνω προς απονοµήν ηθικών αµοιβών του Μεταλλίου Εξαιρέτων Πράξεων εις τας κάτωθι
Εθελοντάς Αδελφάς :
1) Καλλιόπη Λύκα
……………………….
7) Σόνια Στεφανίδου
………………………
Αύται κατά την διάρκειαν της Υπηρεσίας των εν τω Νοσοκοµείω προσέφερον πολυτίµους υπηρεσίας προς τους τραυµατίας και ασθενείς, επιδείξασαι εξαιρετικόν ζήλον, προθυµίαν, αυτοθυσίαν απαράµιλλον, αψηφούσαι πάντα κίνδυνον και µη αποµακρυνόµεναι ηµέρας και νυκτός του έργου των ως και κατά τας αεροπορικάς επιδροµάς”.

Δυστυχώς, όµως, η επακολουθείσασα δυσµενής εξέλιξη των πολεµικών γεγονότων στο Μέτωπο δεν επέτρεψε στη Στρατιωτική Υπηρεσία να απονείµει το παραπάνω Πολεµικό Μετάλλιο στην Αδελφή Νοσοκόµο Σόνια Στεφανίδου, για το οποίο επάξια είχε προταθεί από τον ∆ιευθυντή του 1ου Στρατιωτικού Νοσοκοµείου Ιωαννίνων. Η αναπόφευκτη οπισθοχώρηση των µέχρι τότε νικηφόρων Ελληνικών στρατευµάτων από τη γραµµή του Μετώπου (Αλβανία), ύστερα από την υπογραφή του πρώτου πρωτοκόλλου συνθηκολόγησης (20 Απριλίου 1941) µεταξύ του Έλληνα Στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου και των Γερµανών, οδήγησε στη σχεδόν ταυτόχρονη έναρξη εκκένωσης και µεταφοράς, στο εσωτερικό της χώρας, αριθµού τραυµατιών και ασθενών από τα Στρατιωτικά Νοσοκοµεία Ιωαννίνων. Έτσι, η Αδελφή Νοσοκόµος Σόνια Στεφανίδου έφυγε ως συνοδός ενός γεµάτου µε τραυµατίες νοσοκοµειακού αυτοκινήτου στις 25 Απριλίου 1941 και µετά δύο ηµερών συνεχείς ταλαιπωρίες και κινδύνους από εχθρικούς αεροπορικούς βοµβαρδισµούς, έφτασε στην Αθήνα, λίγο πριν από την είσοδο των Γερµανικών στρατευµάτων στην πρωτεύουσα.

Γράφει η ίδια στο Ηµερολόγιο της για την εθελοντική συµµετοχή της σε εκείνο τον νικηφόρο για τα Ελληνικά όπλα πόλεµο :

“[…] Εξετέλουν πάντοτε το καθήκον µου µε χαράν, αφοσίωσιν και προθυµίαν, ήµην δε αποφασισµένη να δώσω τον εαυτόν µου ολοκαύτωµα χάριν της πατρίδος µου […]”. Αυτά ακριβώς που αναφέρει, επιβεβαιώνονται απόλυτα από την παραπάνω πρόταση απονοµής Ηθικής Αµοιβής και από σωζόµενη µέχρι σήµερα γραπτή βεβαίωση του ∆ιευθυντή του 1ου Στρατιωτικού Νοσοκοµείου Ιωαννίνων για την εν γένει διαγωγή της κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στο Νοσοκοµείο.

Αµέσως µετά την επιστροφή της στην Αθήνα, παρουσιάστηκε στο Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας και ανέλαβε υπηρεσία από τις 30 Απριλίου, υποβάλοντας ταυτόχρονα µια αναφορά, στην οποία απλά και λακωνικά ανέφερε ότι αποπεράτωσε τη στρατιωτική αποστολή της ως Εθελοντού Αδελφής Νοσοκόµου. Υπόψη ότι, σε όλο το χρονικό διάστηµα που υπηρετούσε στο στράτευµα (1940-41), φερόταν ως αποσπασµένη στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, αλλά εµισθοδοτείτο από την υπηρεσία της (Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας).

Προτού, τέλος, να κλείσω την περίοδο του Αλβανικού Έπους, κρίνω σκό-πιµο να υπενθυµίσω εδώ µε δυο λόγια στους αναγνώστες το πράγµατι πολύτιµο έργο που πρόσφερε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός στο αγωνιζόµενο τότε Έθνος µας, που ήταν:

– Η µεγάλη προσφορά και εξυπηρέτηση στη νοσηλεία των µαχητών του µετώπου µε τα Σώµατα των ∆ιπλωµατούχων και Εθελοντριών Αδελφών Νοσοκόµων (2.836) και Γυναικών Οικονόµων
(120), οι οποίες υπηρέτησαν σε 25 Στρατιωτικά Νοσοκοµεία, 8 Νοσοκοµειακούς Σιδηροδροµικούς Συρµούς
και 6 Πλωτά Νοσοκοµεία.

– Η συνδροµή πολλών συνεργείων τραυµατιοφορέων.

– Η διάθεση για τις υγειονοµικές ανάγκες του Στρατού 2 Χειρουργείων Εκστρατείας, 1 Νοσοκοµείου ∆ιακοµιδής, του Νοσοκοµείο της Αθήνας και του Τµήµατος του της Θεσσαλονίκης.

– Ο ανεφοδιασµός των Στρατιωτικών Νοσοκοµείων σε φάρµακα, νοσηλευτικά µέσα και συντηρηµένο αίµα.

– Η χρησιµοποίηση αριθµού υγειονοµικών αυτοκινήτων, και

– Η συµπαράσταση και βοήθεια στους έχοντες ανάγκη βοήθειας πολεµιστές µε τις “Γωνιές του Τραυµατία”, το “∆έµα του Στρατιώτου”, το “Τµήµα Ψυχαγωγίας του Στρατιώτου” και το “Γραφείο Αιχµαλώτων”.

ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ 1941-1944. Η πρώτη απόπειρα διαφυγής της στο εξωτερικό

Κατά τους πρώτους µήνες της οδυνηρής για την Ελλάδα ξενικής κατοχής, η Σόνια Στεφανίδου συνέχισε να υπηρετεί στη ∆ιεύθυνση Αλιείας του Υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας. ∆εν άντεξε όµως για πολύ να βλέπει και να αισθάνεται δίπλα της το δράµα του υπόδουλου αλλά υπερήφανου λαού και τη διάλυση του νικηφόρου στρατού του. Με πληγωµένη την εθνική της υπερηφάνεια θα γράψει: “Η θέα του Αγκυλωτού Σταυρού επάνω στην Ακρόπολη θανατώνει την ψυχήν µου”. Έτσι, λοιπόν, πήρε τη µεγάλη απόφαση, που όµως ταίριαζε απόλυτα στον αγέρωχο χαρακτήρα της και ικανοποιούσε το διακαή πόθο της για δράση: να διαφύγει, το συντοµότερο δυνατό, στο εξωτερικό, έχοντας πληροφορηθεί ότι αρκετοί Έλληνες πατριώτες είχαν ήδη αρχίσει να πηγαίνουν – µε µύριες βέβαια ταλαιπωρίες και πολλούς κινδύνους για τη ζωή τους – στη Μέση Ανατολή (Παλαιστίνη και Αίγυπτο), όπου είχε καταφύγει – από τις 23 Μαϊου 1941- ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και η εξόριστη κυβέρνηση της Ελλάδας υπό τον Εµµανουήλ Τσουδερό. Εκεί, τότε, καταβάλλονταν σύντονες προσπάθειες οργάνωσης και συγκρότησης ενός καινούργιου ελεύθερου Ελληνικού Στρατού, που αργότερα θα ονοµαζόταν ΒΕΣΜΑ (Βασιλικός Ελληνικός Στρατός Μέσης Ανατολής). Σ’ αυτόν ακριβώς το στρατό κατατάσσονταν οι διαφεύγοντες – κυρίως µέσω της Τουρκίας, που παρέµεινε ουδέτερη σε όλη τη διάρκεια του µεγάλου πολέµου 1939-45 – από την κατεχόµενη πατρίδα, καθώς επίσης και οµογενείς Έλληνες του εξωτερικού.

Αφού προηγουµένως κατορθώνει να συνδεθεί µε µια, ας πούµε, µυστική υπηρεσία που φυγάδευε Έλληνες πατριώτες στη Μέση Ανατολή, προµηθεύεται από τους Ιταλούς κατακτητές ένα πλαστό δελτίο ταυτότητας. Ζητάει και παίρνει άδεια απουσίας από την υπηρεσία της και, έχοντας µαζί της έναν ταξιδιωτικό σάκο, λίγα χρήµατα και ένα µικρό περίστροφο κρυµµένο µε επιµέλεια επάνω της, ξεκινάει ένα βράδυ µαζί µε άλλους δεκατρείς (13) ακόµη πατριώτες και φτάνει στο Πόρτο Ράφτη Αττικής· εκεί θα τους περιµένει ένα καΐκι, ώστε µε την πρώτη ευκαιρία να φύγουν κρυφά για την Τουρκία.

Κοιµούνται στο πλακόστρωτο µιας ταβέρνας και τα ξηµερώµατα µπαίνουν µε τις απαραίτητες προφυλάξεις στο καϊκι ενός έµπιστου καπετάνιου κι αµέσως το σκάφος ετοιµάζεται να αποπλεύσει µε προορισµό τα Μικρασιατικά παράλια. Η τύχη όµως δεν είναι µε το µέρος τους, γιατί την τελευταία στιγµή µια ιταλική περίπολος από είκοσι (20) περίπου ένοπλους στρατιώτες αντιλαµβάνεται τις κινήσεις του καϊκιού και διατάζει το πλήρωµα και τους επιβάτες ν’ αποβιβαστούν στην προκυµαία. Aκολουθεί αµέσως σωµατική έρευνα σε όλους· ο καπετάνιος κι οι βοηθοί του συλλαµβάνονται κι αποµακρύνονται. Στην ανάκριση, που ακολουθεί, όλοι οι πατριώτες προφασίζονται ότι έχουν µεταβεί εκεί για να προµηθευτούν τρόφιµα για τις οικογένειες τους, αφού η πείνα έχει αρχίσει να µαστίζει τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Αγνοώντας, ωστόσο, τις δικαιολογίες των επιβατών του καϊκιού, οι Ιταλοί τους φορτώνουν όλους σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο για να τους στείλουν στην Αθήνα, πιθανόν στην Ιταλική Στρατιωτική ∆ιοίκηση. Τότε και για καλή τους τύχη, παρουσιάζεται ξαφνικά ένα γερµανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο µε δύο αξιωµατικούς επιβάτες. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή, η πάντα ετοιµόλογη Στεφανίδου απευθύνεται προς τον Γερµανό ταγµατάρχη και του λέει µε θάρρος – στη γλώσσα του – ότι κατά λάθος τους συνέλαβε η Ιταλική περίπολος, µιας κι όλοι είχαν πάει εκεί για να προµηθευτούν τρόφιµα. Ο Γερµανός αξιωµατικός πιστεύει την πειστική πρόφαση της τολµηρής Ελληνίδας, που προσθέτει ακόµη ότι “η περιοχή του Πόρτο Ράφτη περιλαµβάνεται στον γερµανικό τοµέα”, οπότε τελικά διατάσσει την Ιταλική περίπολο να ελευθερώσει όλους τους Έλληνες, οι οποίοι αρχίζουν ν’ αποµακρύνονται πεζοπορώντας για την Αθήνα. Έτσι τελειώνει η πρώτη προσπάθεια διαφυγής της Σόνιας Στεφανίδου, προς µεγάλη της λύπη.

Η δεύτερη προσπάθεια διαφυγής στη Μέση Ανατολή 

Εκείνη η πρώτη αποτυχηµένη απόπειρα δεν απογοήτευσε την ηρωίδα µας, η οποία δοκίµασε και πάλι σε λίγο καιρό. Χωρίς, λοιπόν, να χάσει το θάρρος της και αφού πρώτα κατόρθωσε να πάρει άδεια, αυτή τη φορά για τη Σάµο, κατέβηκε στο λιµάνι του Πειραιά µαζί µε έναν και µόνο από την παλαιά οµάδα των πατριωτών, ο οποίος την ακολούθησε ως “συνοδός” της. Ήταν Κυριακή 9 Νοεµβρίου του 1941, όταν το καΐκι στο οποίο είχαν στοιβαχτεί και πολλοί άλλοι “ταξιδιώτες” ανοίχτηκε στο Αιγαίο Πέλαγος.Ύστερα από µια ήσυχη διαδροµή έφτασαν προς το βράδυ της ίδιας µέρας στο νησί της Τήνου, όπου και διανυκτέρευσαν σε διάφορα σπίτια ως φιλοξενούµενοι· όλοι θα πήγαιναν στη Σάµο για “ν’ αγοράσουν προµήθειες για τα σπίτια τους”. ΄Ηταν όλοι συνολικά 61 άντρες και 2 γυναίκες: η Στεφανίδου κι άλλη µια που δεν σκόπευε να συνεχίσει µέχρι την Τουρκία. Την εποχή εκείνη η Σάµος, λόγω εγγύτητας µε τις τουρκικές ακτές, ήταν η συνήθης ενδιάµεση στάση για την Τουρκία για όσους διαφεύγοντες πατριώτες ακολουθούσαν εκείνο το θαλάσσιο δροµολόγιο. Την άλλη µέρα συνέχισαν το ταξίδι τους κι έφτασαν χωρίς απρόοπτο στη Σάµο, όπου, µόλις αποβιβάστηκαν, δέχτηκαν τον αυστηρό και σχολαστικό έλεγχο των – πλαστών – ταυτοτήτων και των αδειών τους από τις Ιταλικές Αρχές Κατοχής. Μετά τον έλεγχο, όλοι οι “ταξιδιώτες” διασκορπίστηκαν σε µικρές οµάδες, για να προσπαθήσουν στη συνέχεια να διαφύγουν µε οποιοδήποτε πλωτό µέσο στις απέναντι της νήσου τουρκικές ακτές. Από τότε, ακριβώς, άρχισε µια µικρή οδύσσεια για τη Στεφανίδου. Πολύ σύντοµα η οµάδα της, που περιλάµβανε το “συνοδό” της, µια ακόµη γυναίκα, δυο αξιωµατικούς και
5 – 6 ντόπια παλικάρια, κατόρθωσε µια σκοτεινή χειµωνιάτικη νύχτα να περάσει µε µια βαρκούλα στα ερηµικά τουρκικά παράλια. Και πάλι ατυχία· οι άντρες ενός τουρκικού φυλακίου, είτε γιατί ήταν γερµανόφιλοι, είτε φοβήθηκαν για τυχόν ευθύνες τους, τους έστειλαν πίσω στο λιµάνι της Σάµου όπου, για κακή τους τύχη, τους περίµενε στην ξηρά ένας Ιταλός λοχαγός. Αυτός τότε τους διέταξε, µε διερµηνέα, να εξαφανιστούν αµέσως, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα διέτασσε τη σύλληψη και εκτέλεσή τους. Πάλι καλά που παρέµειναν ελεύθεροι οι πατριώτες για να επαναλάβουν την προσπάθεια διαφυγής τους. Μετά από αυτό το ατυχές συµβάν, η οµάδα κατέφυγε στα γύρω υψώµατα για να κρυφτεί.

Για όλες τις επόµενες µέρες – ευτυχώς ελάχιστες – αντιµετώπισαν σοβαρά προβλήµατα επιβίωσης, ένεκα της παντελούς έλλειψης τροφίµων στην ύπαιθρο. Τελικά, στις 14 Νοεµβρίου το βράδυ, η Σόνια Στεφανίδου κι άλλοι 32 πατριώτες πέτυχαν να επιβιβαστούν σε µια βάρκα που τους εξασφάλισε ένας ηλικιωµένος από την οµάδα της και στις δύο η ώρα τα µεσάνυχτα ν’ αποβιβαστούν, αυτή τη φορά χωρίς επεισόδιο, κοντά στο λιµάνι της τουρκικής παράλιας κωµόπολης Κουσάντασι, που βρίσκεται ανατολικά και ακριβώς απέναντι από το νησί της Σάµου. Επιτέλους ήταν ελεύθεροι!

Το ταξίδι της για τη Μέση Ανατολή

Στο Κουσάντασι, όλοι οι Έλληνες πατριώτες έτυχαν καλής πράγµατι υποδοχής και περιποίησης από την αρµόδια Επιτροπή Υποδοχής Προσφύγων (φυγάδων), η οποία τους παρέλαβε. Τα δύο (2) επίσηµα έγγραφα – το ∆ίπλωµα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και η βεβαίωση του ∆ιευθυντή του 1ου Στρατιωτικού Νοσοκοµείου Ιωαννίνων – που είχε επιµελώς κρύψει στα παπούτσια της η Σόνια Στεφανίδου, βοήθησαν κατά κάποιο τρόπο την ίδια και την οµάδα της. Στην Τουρκική κωµόπολη παρέµειναν για λίγο καιρό, προκειµένου να συµπληρωθεί ο αριθµός και από άλλους Έλληνες πατριώτες. Μετά τους επιβίβασαν σε ένα πλοίο και τους έστειλαν στην Κύπρο. Εκεί τους υποδέχτηκαν µε ενθουσιασµό, τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Άγγλοι. Κατά την παραµονή της στη Μεγαλόνησο, η Στεφανίδου έστειλε, στις 15 Ιανουαρίου 1942, µια άκρως πατριωτική επιστολή στην εφηµερίδα “Κήρυξ” της Κύπρου για δηµοσίευση και άλλη µια ενηµέρωση στον Πρόεδρο της “Μονίµου Επιτροπής” του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στον οποίο είχε απευθύνει κι άλλη µια από το Κουσάντασι της Τουρκίας. Προφανώς και µε τις δυο εκείνες επιστολές ενηµέρωνε τον Πρόεδρο για την απόφαση της να διαφύγει στη Μέση Ανατολή και ζητούσε τη βοήθειά του, προκειµένου να προσφέρει – εθελοντικά και πάλι – τις υπηρεσίες της στον συγκροτούµενο τότε εκεί νέο Ελληνικό Στρατό (ΒΕΣΜΑ). Στο τέλος Ιανουαρίου 1942 και µε ένα άλλο πλοίο, πιθανόν Συµµαχικό, µεταφέρθηκαν οι Έλληνες πατριώτες από την Κύπρο στην τότε Παλαιστίνη, όπου και αποβιβάστηκαν στις 2 Φεβρουαρίου στο λιµάνι της Χάιφας. Επιτέλους, ύστερα από δυόµισυ ακριβώς µηνών κινδύνους και ταλαιπωρίες, η ηρωϊδα µας βρέθηκε στη Μέση Ανατολή ελεύθερη και έτοιµη να προσφέρει για δεύτερη φορά τον εαυτό της για χάρη της σκλαβωµένης, αλλά αγωνιζόµενης πατρίδας της.

Οι πρώτες δυσκολίες στο εξωτερικό

Από την ηµέρα που αποβιβάστηκε στη Χάϊφα της Παλαιστίνης, η Στεφανίδου άρχισε ν’ αντιµετωπίζει σοβαρά προβλήµατα, ώσπου να κατορθώσει να ενταχθεί και πάλι στις Ελληνικές Ένοπλες ∆υνάµεις της Μέσης Ανατολής, πράγµα που ήταν τότε και ο µοναδικός διακαής πόθος της. Μια γυναίκα πρόσφυγας, έστω έξυπνη και τολµηρή, µε λίγα χρήµατα, σε έναν ξένο και άγνωστο τόπο, έπρεπε, µε την άφιξη της εκεί, να έλθει το συντοµότερο δυνατό σε επικοινωνία µε κάποια ελληνική υπηρεσία. Πήγε λοιπόν στα Ιεροσόλυµα στις 4 Φεβρουαρίου, όπου αφ’ ενός υπέβαλε µια αίτηση µε τα απαραίτητα δικαιολογητικά στο Ελληνικό Γενικό Προξενείο για κατάταξή της στον ΒΕΣΜΑ και αφετέρου έστειλε µια επιστολή – την τρίτη κατά σειρά – στον Πρόεδρο της Μόνιµης Επιτροπής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (στην Αλεξάνδρεια), ζητώντας του και πάλι τη συµπαράστασή του στο αίτηµά της. Επί ένα ακριβώς µήνα περίµενε µε ανυποµονησία κάποια απάντηση, οπότε στις 2 Μαρτίου ο Γενικός Πρόξενος την ενηµερώνει εγγράφως ότι το 1ο Γραφείο (σ.σ.: Προσωπικού) του ΒΕΣΜΑ θα την κατατάξει µελλοντικά, µαζί µε δυο άλλες Ελληνίδες εθελόντριες, στο υπό ίδρυση Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκοµείο ως Αδελφή Νοσοκόµα. Μετά την απάντηση εκείνη, η Στεφανίδου έφυγε σύντοµα από τα Ιεροσόλυµα για το Κάϊρο. Έφτασε εκεί στις 8 Μαρτίου.

Στο Κάϊρο, µην έχοντας πλέον πόρους, παρουσιάστηκε στον Αρχηγό του ΒΕΣΜΑ, Αντιστράτηγο Εµµανουήλ Τζανακάκη και του ζήτησε τη βοήθειά του. Ο στρατηγός, ενηµερωµένος για την εξαίρετη δράση της κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεµο και ιδιαίτερα στο Αλβανικό Μέτωπο και βλέποντας µπροστά του µια µικρόσωµη αλλά πανέξυπνη και δυναµική γυναίκα, τη διαβεβαίωσε ότι θα της συµπαραστεκόταν. Και πράγµατι, ύστερα από εκείνη τη συνάντηση, ο στρατηγός παρακάλεσε τον Πρόεδρο της Μόνιµης Επιτροπής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού να την ενισχύσει οικονοµικά, µέχρις ότου την κατατάξει στον Ελληνικό Στρατό. Έτσι η Στεφανίδου άρχισε να λαµβάνει 21 λίρες Αιγύπτου ως µηνιαία οικονοµική βοήθεια για διάστηµα τριών µηνών.

Στο τρίµηνο εκείνο διάστηµα (Μάρτιος-Μάϊος) η Στεφανίδου, χωρίς εργασία ή απασχόληση, περίµενε καρτερικά την ηµέρα που θα την καλούσαν στο στρατό. Για να επισπεύσει µάλιστα την κατάταξή της, ζήτησε εγγράφως βοήθεια, στις αρχές Μαϊου 1942 και από τον Πρόεδρο της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης (στο Κάϊρο) Εµµανουήλ Τσουδερό, ο οποίος και έδωσε σχετικές οδηγίες στον Στρατηγό – Αρχηγό του ΒΕΣΜΑ.

Αδελφή Νοσοκόµα στα Στρατιωτικά Νοσοκοµεία Αλεξάνδρειας και Χεντέρας.

Περί το τέλος της άνοιξης του 1942 άρχισε να λειτουργεί στην Αλεξάνδρεια το πρώτο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο ως παράρτηµα του Ελληνικού “Κοτσικείου” Νοσοκοµείου (πιθανόν ως Ναυτικό Νοσοκοµείο Αλεξάνδρειας – Ν.Ν.Α.), ενώ ένα – υπό ίδρυση – δεύτερο, κι αυτό Στρατιωτικό, θα λειτουργούσε στις 26 Ιουνίου 1942 στη Χεντέρα της Παλαιστίνης για τις Ελληνικές Στρατιωτικές Μονάδες της περιοχής. Με την έναρξη της λειτουργίας του πρώτου Στρατιωτικού Νοσοκοµείου στην Αλεξάνδρεια και συγκεκριµένα την 1η Ιουνίου 1942, αποφασίστηκε όπως η Σόνια Στεφανίδου αναλάβει – επιτέλους – εκεί υπηρεσία. Τέσσερις µέρες µετά, ο διορισµός της ως Αδελφής Νοσοκόµου Α΄ Τάξεως και η τοποθέτησή της στο παραπάνω Στρατιωτικό Νοσοκοµείο (ΝΝΑ) επισηµοποιήθηκαν µε την υπ’ αριθ. 30677 Β/4 Ιουνίου 1942 ∆ιαταγή του τότε Υπουργού Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Την επόµενη µέρα – 5 Ιουνίου 1942 –
έδωσε στο Φρουραρχείο Καϊρου τον καθιερωµένο στρατιωτικό όρκο και στις 7 Ιουνίου έλαβε Φύλλο Πορείας για την Αλεξάνδρεια, προκειµένου να παρουσιαστεί στη Μονάδα της.

Στην Αλεξάνδρεια, όµως, δεν έµελε να υπηρετήσει για πολύ χρόνο, αλλά µόνο για ένα µόλις µήνα. Η προέλαση προς την Αίγυπτο των δυνάµεων του Γερµανού Στρατηγού Έρβιν Ρόµµελ (στη Βόρεια Αφρική) ήταν η κύρια αιτία της αποµάκρυνσης αριθµού ασθενών και τραυµατιών από το Στρατιωτικό Νοσοκοµείο Αλεξάνδρειας, µε συνοδό την Αδελφή Σόνια Στεφανίδου και µεταφοράς τους στο άλλο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο, αυτό της Χεντέρας, που µόλις είχε αρχίσει τη λειτουργία του µε ∆ιευθυντή τον Στρατιωτικό Γιατρό Στέφανο Αυγερινό. Στο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο της Χεντέρας παρουσιάστηκε – εγγραφή στην Ηµερησία ∆ιαταγή του – στις 5 Ιουλίου 1942 και µετά από δυο (2) µέρες ανέλαβε υπηρεσία ως Προϊσταµένη Αδελφή του Χειρουργικού Τµήµατος του Νοσοκοµείου. Εκεί παρέµεινε συνεχώς επί δέκα (10) περίπου µήνες. Στο χρονικό αυτό διάστηµα και παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν, εργάστηκε µε ενδιαφέρον και εξαιρετικό ζήλο και “εν γένει η απόδοσις αυτής εις ενεργητικότητα και νοσηλευτικάς ιδιότητας υπήρξεν αρίστη”, όπως ακριβώς έγραψε ο ∆ιευθυντής του Νοσοκοµείου για τη Σόνια Στεφανίδου, η οποία τότε ελάµβανε µισθό αντίστοιχο µε το βαθµό Γραµµατέως Β΄ που κατείχε παλαιότερα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας που υπηρετούσε.

Εκπαίδευση στις Αγγλικές Μυστικές Υπηρεσίες

Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της Στεφανίδου στη Χεντέρα της Παλαι-στίνης, αρκετές Ελληνίδες πρόσφυγες έφτασαν εκεί κατά διαστήµατα και ανέλα-βαν υπηρεσία στο Στρατιωτικό Νοσοκοµείο. Την άνοιξη, λοιπόν, του επόµενου χρόνου διαπίστωσε ότι η παρουσία της εκεί δεν ήταν πλέον τόσο απαραίτητη κι ότι θα µπορούσε να προσφέρει περισσότερα από άλλη θέση. Έτσι, στις 8 Απριλίου 1943 ζήτησε και έλαβε από το Νοσοκοµείο είκοσι (20) ηµερών άδεια για το Κάϊρο. Μόλις έφτασε εκεί, παρουσιάστηκε στον Πρόεδρο της κυβερνήσεως Εµµανουήλ Τσουδερό και του ζήτησε να καταταγεί σε κάποια Μονάδα Καταδροµών (Κοµµάντο), γιατί όπως έγραψε η ίδια στο Ηµερολόγιό της, “ποθούσα πιο ζωντανά, πιο αποτελεσµατικά να υπηρετήσω την Ελλάδα µου, που σαν µατοβαµµένη µάνα νόµιζα πως µε καλούσε”. Τα σπάνια προσόντα της, αλλά κυρίως η µεγάλη πίστη της στο ιερό αγώνα, έπεισαν τον Πρωθυπουργό να συγκατατεθεί στην πράγµατι παράτολµη αίτησή της. Ταυτόχρονα, η υπέροχη αυτή Ελληνίδα ζήτησε εγγράφως και από το Υπουργείο των Στρατιωτικών να διατεθεί στο Υπουργείο Προνοίας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, για να επιτύχει, όπως εκτιµώ, το σκοπό της. Η αίτησή της έγινε δεκτή. Στις αρχές Μαΐου, αφού περατώθηκαν οι απαραίτητες συνεννοήσεις και µε τη µεσολάβηση του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, η Στεφανίδου έγινε δεκτή και παρουσιάστηκε στην Βρετανική Μυστική Υπηρεσία “Intelligence Service Liaison Division-ISLD” (Τµήµα Συνδέσµου Υπηρεσίας Πληροφοριών) που είχε την έδρα της στο Κάϊρο. Με µέριµνα εκείνης της Συµµαχικής Υπηρεσίας, στάλθηκε στο Νο 2 Special Training School (Νο 2 Σχολείο Ειδικής Εκπαιδεύσεως ή Ειδικό Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μεσογείου) που λειτουργούσε στο όρος Καρµάλ, κοντά στη Χάϊφα της Πλαιστίνης. Σε αυτό το ειδικό Σχολείο εκπαιδεύτηκε στη συλλογή, αναφορά και ασφάλεια πληροφοριών, στη χρήση κωδίκων και στην κρυπτογράφηση σηµάτων (αναφορών και πληροφοριών) για διαβίβαση µε ασύρµατο. Αµέσως µετά το τέλος
της ειδικής εκείνης εκπαίδευσης, πήγε στο πλησίον της Ναζαρέτ Στρατόπεδο του Νο 4 Middle East Training School (Νο 4 Σχολείου Εκπαίδευσης Μέσης Ανατολής) της Βρετανικής Πολεµικής Αεροπορίας (R.A.F.), προκειµένου να εκπαιδευτεί ως αλεξιπτωτίστρια. Η εκπαίδευση εκεί ήταν πολύ σκληρή, επίπονη και ρεαλιστική και µάλιστα για µια γυναίκα, που όµως απέδειξε ότι ήταν εξίσου ικανή, αν όχι καλύτερη, από τους συνεκπαιδευοµένους άντρες. Μετά από την επιτυχή εκτέλεση πέντε (5) συνολικά αλµάτων (4 ηµερήσιων και ενός νυκτερινού) από αεροσκάφος, έλαβε στις 23 Ιουνίου το πτυχίο της αλεξιπτωτίστριας και µάλιστα µε εξαιρετική επίδοση όπως έγραψε ο Άγγλος αξιωµατικός εκπαιδευτής της (“η επίδοσις αυτής
της εκπαιδευοµένης ήτο υψηλού επιπέδου”). Έτσι απέκτησε το προνόµοιο να είναι η πρώτη και µοναδική Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου (1939- 1945).

1943. Βεβαίωση του Άγγλου Αξιωµατικού εκπαιδευτή για την Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια Σόνια Στεφανίδου.

Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της ειδικής εκπαίδευσής της στα Σχολεία Κατασκόπων και Αλεξιπτωτιστών, η Σόνια Στεφανίδου επέστρεψε στο Κάϊρο, προκειµένου να της ανατεθεί ανάλογη µυστική αποστολή στην πατρίδα, που τότε υπέφερε τα πάνδεινα από τη σκληρή και απάνθρωπη τριπλή ξενική κατοχή. Όταν γύρισε στη Αίγυπτο είχε ήδη διατεθεί για υπηρεσία στο Υπουργείο των Εξωτερικών.

Μυστική Αποστολή στην Κατεχόµενη Ελλάδα

Λίγες µέρες µετά την επιστροφή της Στεφανίδου στο Κάϊρο, η Μυστική Υπηρεσία I.S.L.D. περιέλαβε σε ειδική αποστολή και την Ελληνίδα νέα κατάσκοπο. Αυτή η αποστολή προέβλεπε τη µυστική ρίψη µε αλεξίπτωτο κάπου στη ∆υτική Μακεδονία µιάς ολιγοµελούς Συµµαχικής οµάδας 3-4 ατόµων, µε σταθµό ασυρµάτου για συλλογή και αναφορά πληροφοριών σε βάρος των εχθρικών δυνάµεων κατοχής. Η οµάδα αυτή θα συνεργαζόταν, οσάκις χρειαζόταν, µε τις ντόπιες Οργανώσεις Εθνικής Αντίστασης πόλεων και υπαίθρου. Η Σόνια Στεφανίδου, ως µέλος αυτής της οµάδας, θα έπαιζε το σπουδαιότερο ρόλο· λόγω των ξένων γλωσσών που γνώριζε, θα ήταν το µόνο όργανο συλλογής των αναγκαίων πληροφοριών, τις οποίες θα έστελνε στη συνέχεια ο Έλληνας ασυρµατιστής της οµάδας στη Μέση Ανατολή µε τον ασύρµατό του. Αφού, λοιπόν, περατώθηκαν έγκαιρα όλες οι απαραίτητες προετοιµασίες και ενηµερώσεις σχετικά µε εκείνη τη µυστική αποστολή, η κατασκοπευτική οµάδα έφυγε, έτοιµη πλέον, για τη Ντέρνα της Λιβύης, από το αεροδρόµιο της οποίας θα άρχιζε η πτήση της για τη Βόρεια Ελλάδα. Υπόψη ότι στις 13 Μαΐου 1943 είχαν τερµατιστεί οι πολεµικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική, µε την περήφανη νίκη των Συµµάχων στην Τυνησία και τη συνθηκολόγηση των γερµανοϊταλικών στρατευµάτων. Η αναµονή της οµάδας στη Ντέρνα τελείωσε σύντοµα. Στις 8 η ώρα το βράδυ της 1ης Ιουλίου 1943, ένα µεταγωγικό πολεµικό αεροπλάνο τύπου “Χάλιφαξ” της Βρετανικής Πολεµικής Αεροπορίας (R.A.F.) απογειώθηκε από το αεροδρόµιο µε προορισµό την Ελλάδα. Μέσα σε αυτό και ανάµεσα σε όλους τους άντρες βρισκόταν η µοναδική γυναίκα, που δεν ήταν άλλη από τη µικρόσωµη αλλά ριψοκίνδυνη Σόνια Στεφανίδου, ντυµένη µε τη στολή του αλεξιπτωτιστού. ήταν όµως αδύνατο κάποιος να την αναγνωρίσει. Με το ίδιο επίσης αεροπλάνο πετούσαν, εκτός από την οµάδα της Στεφανίδου κι ένας Άγγλος λοχαγός µαζί µε έναν Έλληνα λοχία, οι οποίοι θα πηδούσαν µε αλεξίπτωτο κάπου στην κεντρική Ελλάδα, αλλά ενωρίτερα. Η πτήση του αεροσκάφους θα διαρκούσε έξι (6) περίπου ώρες. Το ταξίδι, ή µάλλον η πτήση του αεροπλάνου, πάνω από τη Μεσόγειο Θάλασσα και τη Νότια και Κεντρική Ελλάδα ήταν ήσυχο και χωρίς απρόοπτα. Μετά τη ρίψη των δύο πρώτων αλεξιπτωτιστών ήλθε κατόπιν και η σειρά της οµάδας. Ήταν 1 και 50΄ µετά τα µεσάνυχτα, όταν άνοιξε για δεύτερη φορά το κάλυµµα της
µεγάλης τρύπας στο δάπεδο του αεροπλάνου (σσ: την εποχή εκείνη, η “έξοδος” των αλεξιπτωτιστών γινόταν µόνο από την τρύπα που είχε κατασκευαστεί στο δάπεδο των Βρετανικών µεταγωγικών αεροπλάνων). Ευθύς αµέσως άναψε το πράσινο φως – ένδειξη ότι το αεροσκάφος πλησίαζε τη ζώνη ρίψεως – και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, µε το παράγγελµα του Άγγλου λοχία Αρχηγού Ρίψεων, η τολµηρή Στεφανίδου το εγκατέλειψε πρώτη. Όταν σε λίγο άνοιξε το αλεξίπτωτό της στον Ελληνικό ουρανό ένοιωσε ένα αίσθηµα ανακούφισης και ανείπωτης χαράς· έφτανε επιτέλους η στιγµή να πατήσει και πάλι το πόδι της στη σκλαβωµένη πατρίδα. Ένα πυκνό σκοτάδι σκέπαζε τον ουρανό, όταν η αλεξιπτωτίστριά µας προσγειώθηκε οµαλά στο έδαφος, κάπου κοντά στην εχθροκρατούµενη Φλώρινα. Γεµάτη συγκίνηση µάζεψε γρήγορα το αλεξίπτωτό της και αµέσως µετά έσπευσε προς την κατεύθυνση του ανέµου για να συναντήσει τα υπόλοιπα µέλη της οµάδας (σσ δεν µπόρεσα να εξακριβώσω µέχρι σήµερα αν είχε προετοιµαστεί και σηµανθεί η ζώνη ρίψεως της οµάδας, ή τα µέλη της προσγειώθηκαν σε κάποιο επίπεδο και οµαλό έδαφος). Η ώρα ήταν 2 και 10΄ όταν τα µέλη της οµάδας, ενωµένα πλέον, ξεκίνησαν, µε όλα τα υλικά και εφόδια και ακολουθώντας τον αρχηγό τους, για µια σπηλιά. Όταν έφτασαν εκεί ξεκουράστηκαν και κοιµήθηκαν λίγο. Τα ξηµερώµατα βάδισαν και πάλι για να καταλήξουν στο κρησφύγετο µιας ανταρτικής οµάδας στην οποία υπήρχαν και Άγγλοι σύνδεσµοι. Μετά την συνάντηση εκείνη άρχισε η εκτέλεση της αποστολής της “κατασκοπευτικής” οµάδας. Το σχέδιο δράσης, που είχε καταστρώσει ο αρχηγός της οµάδας, ήταν σε γενικές γραµµές το εξής:
Ακολουθώντας ορεινά κυρίως δροµολόγια κατά µήκος της οροσειράς της Πίνδου -µε γενική δηλαδή κατεύθυνση από ανατολικά προς δυσµάς- θα συνέλεγε στρατιωτικές πληροφορίες σχετικά µε τα στρατεύµατα κατοχής, τις οποίες, κρυπτογραφηµένες µε κώδικα, θα διαβίβαζε κάθε µέρα στη Μέση Ανατολή, από όπου θα έπαιρνε σχετικές οδηγίες και εντολές το πρωί της εποµένης. Για τον τρόπο συλλογής των πληροφοριών δεν υπήρχε περιορισµός, αρκεί να µην ετίθετο σε κίνδυνο η ασφάλεια των µελών της οµάδας. Η οµάδα, έχοντας στη διάθεσή της δυο µουλάρια για την µεταφορά των υλικών και των εφοδίων της, άλλαζε θέσεις τις νύκτες και τις µέρες κρυβόταν σε ασφαλείς χώρους καλύψεως, ενώ η Στεφανίδου µεταµφιεσµένη, άλλοτε σαν απλή χωρική, άλλοτε σαν καθαρίστρια και άλλοτε σαν ζητιάνα, κατέβαινε από τα γύρω υψώµατα στους κατοικηµένους τόπους και προσπαθούσε, µε άµεσο κίνδυνο της ζωής της, να συλλέγει πληροφορίες, καίτοι γνώριζε ότι κάθε στιγµή ήταν δυνατόν να συλληφθεί και να καταδικαστεί ως κατάσκοπος. Για να µπορέσει µάλιστα ν΄ ανταπεξέλθει στην εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή της, µάζευε µικρά αγόρια των χωριών, ηλικίας 12-16 ετών, τα οποία στη συνέχεια χρησιµοποιούσε, ανάλογα µε τις ικανότητές τους που εκτιµούσε η ίδια, για τη συλλογή πληροφοριών. Κάθε φορά άφηνε εκείνα τα αγνά Ελληνόπουλα που χρησιµοποιούσε “[…] να διαβάζουν στο βλέµµα της την φλόγα της ελευθερίας και το µίσος της για τους κατακτητές” όπως έγραψε στο Ηµερολόγιό της. Έτσι, επί δύο(2) περίπου µήνες, η οµάδα κινούµενη προς δυσµάς πέρασε από πολλά χωριά και βουνά της Πίνδου για να φτάσει κάποια µέρα στο ”Λαιµό της Λάγκας” (σ.σ.: Ελληνοαλβανικά σύνορα), όπου αντιµετώπισε ένα πολύ δυσάρεστο απρόοπτο.

Ήταν 2 Σεπτεµβρίου 1943, όταν σε εκείνη ακριβώς την περιοχή, οι άντρες ενός γερµανικού φυλακίου συνέλαβαν ξαφνικά όλα τα µέλη της οµάδας. Μετά από δύο ωρών σκληρή και απάνθρωπη ανάκριση – για την αποκάλυψη και παράδοση των κωδίκων κρυπτογράφησης – καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αµέσως µετά την ανάκριση φυλακίστηκαν σ’ ένα παρακείµενο στάβλο, προκειµένου να εκτελεστούν στις 6 το πρωί της άλλης µέρας. Μέσα στη µεγάλη απελπισία τους, η τύχη ξαφνικά τους χαµογέλασε, γιατί σε κάποια στιγµή ο Γερµανός φρουρός άφησε ελεύθερα όλα τα µέλη της οµάδας, δείχνοντας τους το απέναντι πυκνό δάσος και ακολουθώντας τους στο τέλος και ο ίδιος. Η ώρα ήταν 4 και 20΄. Αφού συγκεντρώθηκαν µε προσοχή στην απέναντι βουνοπλαγιά, κατέφυγαν αµέσως µετά στα Ελληνικά αντάρτικα φυλάκια. Όµως, οι άντρες του εχθρικού φυλακίου είχαν κρατήσει τον ασύρµατο της οµάδας, τα δύο µουλάρια και
τα χρήµατά της. Λίγο αργότερα κι αφού κατόρθωσαν να εφοδιαστούν µε όλα τα χρειώδη, τα µέλη της οµάδας χωρίστηκαν· η Στεφανίδου, ακολουθώντας άλλη οµάδα, κινήθηκε προς το νότο κι έφτασε στο θεσσαλικό κάµπο και συγκεκριµένα στην περιοχή της ”Νεράιδας” (σ.σ.: περιοχή Καλαµπάκας), όπου λειτουργούσε Στρατηγείο ανταρτών µε Άγγλους συνδέσµους. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί Έλληνες και Σύµµαχοι ”κατάσκοποι”, σύνδεσµοι και διάφοροι άλλοι, µε εντολή να επιστρέψουν στη Μέση Ανατολή.

Ένα βράδυ κι ενώ η Στεφανίδου περίµενε την ηµέρα της επιστροφής της στην Αίγυπτο, έπεσε στους πρόποδες του βουνού ένας αλεξιπτωτιστής· ήταν Άγγλος αρχιτέκτονας – ο Ταγµατάρχης Άρθρουρ Τζίπσον – µε εντολή να µετατρέψει τον υπάρχοντα στην Νεράιδα µικρό διάδροµο προσγείωσης αεροσκαφών σε πρόχειρο αεροδρόµιο, ώστε να µπορούν τα µεταγωγικά αεροπλάνα να προσγειώνονται και ν΄ απογειώνονται µε σχετική ασφάλεια. Η Στεφανίδου έσπευσε να βοηθήσει τον Άγγλο αξιωµατικό στην εργασία του. Σύντοµα συγκέντρωσε αρκετές γυναίκες από τα γύρω χωριά και σε πολύ λίγο χρόνο ετοίµασε, µε τις οδηγίες του ταγµατάρχη, ένα πρόχειρο αεροδρόµιο διαστάσεων 2.000 Χ 600µ. Τέλος, στις 3 η ώρα µιας σκοτεινής και οµιχλώδους νύκτας του ∆εκεµβρίου 1943, δύο (2) συµµαχικά µεταγωγικά αεροπλάνα – ένα Αµερικανικό κι΄ ένα Αγγλικό – απογειώθηκαν από το πρόχειρο αεροδρόµιο της Νεράιδας µε προορισµό τη Βόρεια Αφρική. Στο δεύτερο – το Αγγλικό – ήταν και η ηρωίδα µας Σόνια Στεφανίδου µε τρεις(3) διαφεύγοντες αεροπόρους.

Το ταξίδι ήταν ήσυχο και το µεσηµέρι το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόµιο της Βεγγάζης (Λιβύη). Η Στεφανίδου αποβιβάστηκε γεµάτη µε ανάµικτα αισθήµατα· µε µεγάλη λύπη, γιατί άφησε πίσω της την σκλαβωµένη πατρίδα της που επί έξι (6) περίπου µήνες έζησε έντονα το δράµα της και µε χαρά, γιατί και πάλι θα µπορούσε να την βοηθήσει από οποιαδήποτε άλλη θέση και µε οποιαδήποτε αποστολή που θα της ανέθεταν. Εκεί την υποδέχτηκαν µε αγάπη και ενθουσιασµό αρκετοί Έλληνες. Αµέσως µετά έφυγε για το Κάιρο.

Εδώ θεωρώ απαραίτητο να ενηµερώσω τους αναγνώστες σχετικά µε τη “Μυστική αποστολή στην Κατεχόµενη Ελλάδα”, την οποία προηγουµένως εξιστόρησα πολύ περιληπτικά. Με δεδοµένο τον µέχρι και σήµερα ακόµη “Άκρως Απόρρητον” (Top Secret) χαρακτηρισµό της Αποστολής και τη γνωστή σε όλους φειδώ µε την οποία οι Αγγλικές Υπηρεσίες Αρχείων παρέχουν ή δηµοσιεύουν σχετικά στοιχεία, η παραπάνω σύντοµη αφήγηση έγινε σύµφωνα µε τα υπάρχοντα γραπτά ντοκουµέντα, δηλαδή το προσωπικό Ηµερολόγιο της Στεφανίδου, µερικές αναφορές της, µία οµιλία της στο ραδιόφωνο και διάφορα άλλα κατά καιρούς δηµοσιεύµατα στον τύπο. Έτσι δεν µου δόθηκε η δυνατότητα να διασταυρώσω την ακρίβεια, την αντικειµενικότητα και την πληρότητα των αναφεροµένων γεγονότων και περιστατικών σχετικά µε την δράση της οµάδας κατά την παραµονή της στην κατεχόµενη Ελλάδα, µε άλλες επίσηµες αρχειακές πηγές. Γι αυτήν ακριβώς την αδυναµία επικαλούµαι την επιείκεια των αναγνωστών.

Στο Ελληνικό Εθελοντικό Γυναικείο Σώµα

Μόλις έφτασε η Στεφανίδου στο Κάϊρο, παρουσιάστηκε στο Υπουργείο των Εξωτερικών, στο οποίο είχε διατεθεί στις 5 Ιουνίου 1943 από το Υπουργείο Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως. Αµέσως ανέλαβε υπηρεσία. Λίγες µέρες πριν από την άφιξή της στην Αίγυπτο, είχε δηµοσιευθεί στο υπ’ αριθµόν 34/6-12-1943 Φύλλο της Εφηµερίδας της Κυβερνήσεως ο Αναγκαστικός Νόµος 3223/1943 για την σύσταση “Εθελοντικού Στρατιωτικού Σώµατος Ελληνίδων” (Ε.ΣΣΕ.). Στο Σώµα εκείνο, που θα είχε στρατιωτική πειθαρχία και στρατιωτικούς κανονισµούς, θα κατατάσσονταν µε αίτησή τους αποκλειστικά Ελληνίδες, που για διάφορους λόγους και υπηρεσίες είχαν καταφύγει ή ζούσαν µόνιµα στη Μέση Ανατολή (∆ηµόσιοι Υπάλληλοι, Αδελφές Νοσοκόµοι, ∆ιερµηνείς, Καλλιτέχνες) µε ένα από τέσσερις βαθµούς (Α΄ – ∆΄) στρατιωτικών υπαλλήλων, οι οποίοι θ’ αντιστοιχούσαν – και µισθολογικά – µε αυτούς του Ανθυπολοχαγού έως ∆εκανέα. Η Στεφανίδου υπέβαλε στο Υπουργείο των Εξωτερικών αίτηση για κατάταξή της στο υπό σύσταση νέο Γυναικείο Σώµα, γιατί από την 1η Ιανουαρίου 1944 είχε διαγραφεί οριστικά (υπ’ αριθ. 94.152/23-12-1943 διαταγή) από τη δύναµη του Υπουργείου των Στρατιωτικών. Η αίτησή της διαβιβάστηκε στις 12 Ιανουαρίου 1944, µέσω του Υπουργού των Στρατιωτικών, στη συσταθείσα Ειδική Επιτροπή, η οποία τελικά την κατέταξε (22 Φεβρουαρίου) στον 1ο Ενεργό Λόχο του Ε.ΣΣΕ. – ο 2ος ήταν εφεδρικός – µε Αριθµό Μητρώου 20 και µε βαθµό στρατιωτικού υπαλλήλου Α’, αντίστοιχο µε αυτόν του Ανθυπολοχαγού. Από τότε και µέχρι την επιστροφή της στην Ελλάδα, ανήκε στη δύναµη του Λόχου και διατεθειµένη στο Υπουργείο των Εξωτερικών.

1944. H Σόνια Στεφανίδου µε τη στολή του Ελληνικού Γυναικείου Σώµατος κάπου στο Κάιρο της Αιγύπτου.

Μυστική αποστολή στη Μεγαλόνησο Κρήτη

Για την αποστολή της Στεφανίδου στη Γερµανοκρατούµενη τότε Κρήτη δεν υπάρχουν δυστυχώς επαρκή στοιχεία. Έτσι, αυτά τα ελάχιστα που αναφέρονται – µε κάθε επιφύλαξη – στη συνέχεια, προέρχονται αφενός από ελάχιστες σύντοµες αναφορές της ίδιας σε µερικά έγγραφα και αφετέρου σε ακριτοµυθίες της – µετά τον πόλεµο – σε µία επιστήθια φίλη της και στην αδελφή της κ. Έλλη Στεφανίδου. Ας µη ξεχνάµε, όµως, ότι η εφ’ όρου ζωής πιστή τήρηση του Απορρήτου στις περιπτώσεις σοβαρών µυστικών αποστολών αποτελούσε, αλλά και αποτελεί, απαράβατη υποχρέωση όλων αυτών που είχαν ενεργό συµµετοχή – άµεση ή έµµεση – στη σχεδίαση, προπαρασκευή και εκτέλεση αυτών των αποστολών. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τις υπάρχουσες ανεπίσηµες γραπτές ενδείξεις και τις προφορικές πληροφορίες, η Σόνια Στεφανίδου εστάλη στο χρονικό διάστηµα µεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 1944 στην Κρήτη, πιθανόν από τον καταγόµενο από την Μεγαλόνησο Εµµανουήλ Τσουδερό (Πρωθυπουργό και αργότερα Υπουργό των Εξωτερικών) που της είχε µεγάλη εκτίµηση και εµπιστοσύνη, σ’ έναν από τους γνωστούς Αρχηγούς της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης, το Μανώλη Μπαντουβά, µε κάποια ειδική αποστολή, η φύση της οποίας δεν είναι καταγεγραµµένη και ως εκ τούτου δεν έχει δηµοσιοποιηθεί. Πιθανόν να µετέφερε εκεί, ως σύνδεσµος, έγγραφα ή προφορικές εντολές, ή ακόµη και χρηµατικά ποσά.

1944. Το δελτίο Ταυτότητας της Σόνιας Στεφανίδου (Αγγλική γλώσσα) στη Μέση Ανατολή.

Τέλος, µετά τον πόλεµο και συγκεκριµένα κατά το έτος 1953, η Στεφανίδου θα αναφέρει σε µία Υπεύθυνη ∆ήλωσή της προς το Υπουργείο Βιοµηχανίας ότι “Υπηρέτησα εις Μέσην Ανατολήν […] αποσταλείσα ως κοµµάντος δια ειδικήν Υπηρεσίαν εις ∆υτικήν Μακεδονίαν και Κρήτην […]”.

Αναχώρηση από το Κάιρο και επιστροφή στην ελεύθερη Ελλάδα

Η Στεφανίδου συνέχισε να υπηρετεί στο Υπουργείο Εξωτερικών και στο Γραφείο του Πρωθυπουργού σε όλο το διάστηµα της παραµονής της Ελληνικής Κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή. Οι πτέρυγες του Αλεξιπτωτιστή στο στήθος της στρατιωτικής της στολής – ένδειξη πολεµικού άλµατος µε αλεξίπτωτο – προκαλούσαν το θαυµασµό Ελλήνων και Συµµάχων Στρατιωτικών. Στις 26 Ιουλίου 1944 και µε το υπ’ αριθµόν Πρωτοκόλλου 11.380 έγγραφό του, ο τότε Έλληνας Πρεσβευτής στο Κάϊρο Κ. Σκέφερις έστειλε το εξής έγγραφο προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών:

“Έχοµεν την τιµήν ν΄ αποστείλωµεν υµίν συνηµµένως πιστοποιητικά βεβαιούντα την αρίστην διαγωγήν και τας καλάς υπηρεσίας ας προσέφερεν ως αδελφή νοσοκόµος εις Ιωάννινα και Χεντέρα η παρ΄ ηµίν υπηρετούσα Σόνια Στεφανίδου ανήκουσα εις τον 1ον ενεργόν Λόχον Ε.ΣΣΕ. συµφώνως τη υπ’ αριθ. 14.977 από 22-2-1944 υµετέρα ∆ιαταγή επί βαθµώ ανθυπολοχαγού και παρακαλούµεν όπως, λαµβάνοντες υπ’ όψιν τα συνηµµένα πιστοποιητικά, κυρίως δε την εξαιρετικήν τόλµην και ικανότητα ήν επέδειξεν η ειρηµένη, εκτελέσασα επιτυχώς επικίνδυνον αποστολήν είς την εχθροκρατουµένην Ελλάδα, όπου ερρίφθη δι’ αλεξιπτώτου, ευαρεστηθήτε και καταβάλητε πάσαν προσπάθειαν ίνα επιτραπή εις αυτήν, έστω και κατ’ εξαίρεσιν, υπό του Βρεταννικού Γενικού Στρατηγείου, να φέρη τα διακριτικά του βαθµού της. Νοµίζοµεν ότι η ηθική αυτή ικανοποίησις αποτελεί επιβεβληµένην αναγνώρισην των υπηρεσιών τάς οποίας
η ειρηµένη Ελληνίς προσέφερεν είς την Πατρίδα της και αι οποίαι αποτελούν τιµήν και ίσως άνευ προηγουµένου παράδειγµα δι’ οιονδήποτε γυναικείον συµµαχικόν στρατιωτικόν σώµα. Προς διευκόλυνσιν των υµετέρων ενεργειών παρά τω Βρεταννικώ Γενικώ Στρατηγείω, γνωρίζοµεν υµίν ότι η προαναφερθείσα αποστολή της περί ής πρόκειται έν Ελλάδι ωργανώθη υπό της υπηρεσίας Ι.Σ.Λ.∆. και η ρίψης δι’ αλεξιπτώτου είς ∆υτικήν Μακεδονίαν (περιοχήν Φλωρίνης) έλαβε χώραν την 7ην Ιουλίου 1943″.

Η ιδιαίτερα τιμητική αυτή πρόταση δεν υλοποιήθηκε ποτέ προς µεγάλη απογοήτευση της Στεφανίδου, η οποία µέχρι το θάνατό της εξέφραζε γραπτά και προφορικά τη µεγάλη πικρία της.

Κάποτε έφτασε η µεγάλη στιγµή της επιστροφής της Κυβέρνησης – Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου – στην Ελλάδα. Ήταν στις12:30 της 9ης Οκτωβρίου 1944, όταν τα Υπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών, µε τη φρουρά τους, εγκατέλειψαν το Κάιρο και µέσω Αλεξάνδρειας έφτασαν στην Ιταλία, στις 15 του ίδιου µήνα. Απ’ όπου πέρασε η Στεφανίδου αποσπούσε το θαυµασµό και τα ευµενή σχόλια φίλων και αντιπάλων. Τελικά στις 22 Οκτωβρίου πάτησε το πόδι της και πάλι στη µόλις ελεύθερη πατρίδα· ήταν στο λιµάνι του Πειραιά. Σε λίγο βρισκόταν µε την οικογένειά της και τα αγαπηµένα της πρόσωπα.

ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ 1945-1990

Συνέχιση της υπηρεσίας της στο ∆ηµόσιο (1945 -1967)

Μετά την επιστροφή της στην πρωτεύουσα, η Στεφανίδου συνέχισε να υπηρετεί, ως απαραίτητη, στο Υπουργείο Εξωτερικών / ∆ιεύθυνση Εθιµοτυπίας, ως αποσπασµένη από το Υπουργείο Βιοµηχανίας στο οποίο ανήκε οργανικά. Λίγο αργότερα υπόβαλε αίτηση για να χρησιµοποιηθεί από τους Αµερικανούς ως Αλεξιπτωτίστρια στο Θέατρο Πολέµου του Ειρηνικού εναντίον των Ιαπώνων· ωστόσο δεν έγινε δεκτή.

1945. Το δελτίο Ταυτότητας της Σόνιας Στεφανίδου που εκδόθηκε απο το Υπουργείο Εξωτερικών.

Αµέσως µετά τον τερµατισµό του οδυνηρού για την Αθήνα ∆εκεµβριανού Κινήµατος (3 ∆εκ. 1944 – 5 Ιαν. 1945), το Υπουργείο των Εξωτερικών, έχοντας σαφή αντίληψη των πολύτιµων υπηρεσιών που πρόσφερε εθελοντικά η Στεφανίδου στην πατρίδα κατά την περίοδο 1940-44, απέστειλε διαδοχικά στο Υπουργείο των Στρατιωτικών δύο (2) προτάσεις απονοµής σ’ αυτήν στρατιωτικών Πολεµικών Μεταλλίων, τις εξής:

– Στις 6 Φεβρουαρίου 1945 για το Μετάλλιον Εξαιρέτων Πράξεων:

“Έχοµεν την τιµήν να διαβιβάσωµεν υµίν συνηµένως αντίγραφα πιστοποιητικών της Κυρίας Στεφανίδου Σόνιας ανήκουσα εις τον 1ον Ενεργόν Λόχον Ε.ΣΣΕ., συµφώνως τη υπ’ αρίθ. 14977 από 22.2.44 υµετέρα διαταγή επί βαθµώ Ανθυπολοχαγού, η οποία κατά την διάρκειαν της εις το Υπουργείον των Εξωτερικών αποσπάσεώς της επεδείξατο εργατικότητα, προθυµίαν και ανωτέραν αντίληψιν του καθήκοντος, ακολουθήσασα την Κυβέρνησιν εις Ιταλίαν, όπου εν τω κύκλω των ενεργειών της επέδειξεν εξαιρετικόν ζήλον εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντός της. ∆ια τους ως άνω αναφεροµένους λόγους προτείνω αυτήν δια το µετάλλιον των εξαιρέτων πράξεων και παρακαλώ όπως, ευαρεστούµενοι, εγκρίνητε ό,τι δεί και ενεργήσητε τα δέοντα”.

– Στις 6 Ιουλίου 1945 για το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας:

“Έχω την τιµή να σας αναφέρω, ότι η παρ’ ηµίν απεσπασµένη Ανθυπολοχαγός Ε.ΣΣΕ Στεφανίδου Σόνια, αλεξιπτωτίστρια, ειργάσθη παρά τω γραφείω του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, εν Καϊρω και εντολή ηµών εστάλη υπό των αρµοδίων βρεταννικών Αρχών εις Ελλάδα δια πολεµικήν εργασίαν. Μετεφέρθη εκεί δι’ αεροπλάνου και ερρίφθη δι’ αλεξιπτώτου εις µιαν περιφέρειαν της Β. Μακεδονίας. Εκείθεν µετέβη εντολή αγγλικής υπηρεσίας εις διαφόρους περιοχάς όπου εχρησιµοποιήθη, ως γνωρίζουσα την γερµανικήν, προς κατασκοπίαν και παρακολουθούσα τους στρατούς κατοχής ανά διαφόρους πόλεις. Συνελήφθη άπαξ υπό των Γερµανών, κατώρθωσε όµως να δραπετεύση. Παρέµεινε εκεί εργαζόµενη επί πολλούς µήνας. Η
αναφερόµενη Στεφανίδου Σόνια είναι αξία ηθικής αµοιβής δια την προσπάθειαν εν τη εκτελέσει πολεµικής της δράσεως και προς τούτο παρακαλώ όπως, ευαρεστούµενοι, προτείνετε αυτήν αρµοδίως δια το αριστείον της ανδρείας”.

Ο Υπουργός Εµµανουήλ Τσουδερός

Και οι δυο εκείνες Ηθικές Αµοιβές της απονεµήθηκαν µε αντίστοιχα Βασιλικά ∆ιατάγµατα , που δηµοσιεύτηκαν στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

Η αµέσως µετά την απελευθέρωση της Ελλάδας εποχή ήταν, παρά τα τραγικά εσωτερικά γεγονότα που επακολούθησαν, αφιερωµένη στους ήρωες και τις ηρωίδες του Πολέµου και της Αντίστασης. Έτσι και η Στεφανίδου παρέµεινε γι΄ αρκετό καιρό στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Μια οµιλία της από το ραδιόφωνο (22 Νοεµβρίου 1944 ) και µερικές συνεντεύξεις της προκάλεσαν ενδιαφέροντα δηµοσιεύµατα στον ηµερήσιο και περιοδικό τύπο, που εξυµνούσαν κυριολεκτικά την αξιέπαινη δράση της στον πόλεµο. Το σπουδαιότερο ίσως από όλα αυτά ήταν ένα εκτενές πολυγραφηµένο φυλλάδιο του Υπουργείου των Εξωτερικών προς όλες τις Ελληνικές Πρεσβείες “Περί της συµµετοχής της Ελληνίδος εις τον πόλεµον…” (16 Μαίου 1946 ), στο οποίο , αφού εξιστορείτο η δράση της Στεφανίδου, αναφερόταν ότι αυτή ” υπήρξε εις των µάλλον αντιπροσωπευτικών τύπων Ελληνίδων που έθεσαν την εξαιρετικήν ευφυΐαν και γενναιότητά των εις την υπηρεσίαν της πατρίδος”.

Επίσης κατά την ίδια εποχή, αλλά και αργότερα (1944- 1947 ), εκδόθηκαν αρκετά αξιόλογα Ελληνικά και ξενόγλωσσα βιβλία, στα οποία µαζί µε άλλους ήρωες και ηρωίδες, περιγραφόταν και η υπέροχη δράση της Σόνιας Στεφανίδου, καίτοι ουδέποτε η ίδια, ως αφανής και σεµνή ηρωίδα επεδίωξε τα φώτα της δηµοσιότητας, γιατί πάντοτε πίστευε οτι δεν έκανε τίποτα περισσότερο, ειµή το καθήκον της προς την αγωνιζόµενη πατρίδα της.

1945. Η Σόνια Στεφανίδου µε τον πατέρα της Φιλοποίµενα Στεφανίδη.

Παράλληλα µε την υπηρεσία της στο Υπουργείο των Εξωτερικών (µέχρι 25 Φεβρουαρίου 1951) και µετά στο Υπουργείο Βιοµηχανίας, η Στεφανίδου συνέχισε να είναι και µέλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες της κατά τις ποικίλες δραστηριότητες του και ιδιαίτερα στους διάφορους εράνους και στη φιλανθρωπική Οργάνωση “Η Φανέλλα
του Στρατιώτου”.

Για την εν γένει πλούσια δράση της, τόσο στον πόλεµο όσο και στην ειρήνη, ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός και η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη την τίµησαν µε ηθικές αµοιβές και διακρίσεις.

Ο Ερυθρός Σταυρός µάλιστα την προήγαγε το 1952 σε Αδελφή Νοσοκόµο και την διατήρησε ενεργό µέλος του µέχρι το ∆εκέµβριο του 1968.

Επίσης η κ. Έλλη Στεφανίδου µε πληροφόρησε πρόσφατα, ότι η αδελφή της Σόνια είχε τιµηθεί και µε Βρετανικό παράσηµο, το οποίο όµως το επέστρεψε στην Αγγλική Πρεσβεία στην Αθήνα µετά τα σοβαρά γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη το 1955. Ωστόσο, την απονοµή της ηθικής αυτής αµοιβής δεν µπορώ να την επιβεβαιώσω.

1953. Η Σόνια Στεφανίδου µε την επίσηµη στολή της αδελφής νοσοκόµου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.

Γεγονός πάντως είναι ότι πολλοί Έλληνες (αξιωµατικοί, κ.λ.π.) επέστρεψαν την εποχή εκείνη τα βρετανικά παράσηµα και µετάλλια που τους είχαν απονεµηθεί, σε ένδειξη διαµαρτυρίας για τα σοβαρά γεγονότα σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.

Τέλος, κρίνω σκόπιµο να παραθέσω εδώ, χωρίς δικά µου σχόλια, ένα περιστατικό που ανέφερε η ίδια σε µια επιστολή της στις 8 Αυγούστου 1949 προς τον τότε προσωπάρχη του Υπουργείου Εξωτερικών :
“[…]όταν επέστρεψα, ∆εκέµβριος 1943, από τας διαφόρους επιτυχείς αποστολάς εις το Πάτριον Έδαφος, στο Καϊρον, µου προσέφερον 300 λίρας χρυσάς οι Σύµµαχοι ως δώρον […] Εγώ φυσικά, τας ηρνήθην, διότι θεώρησα ότι για µίαν Ελληνίδα ήτο ράπισµα η […] πληρωµή δι’ ό,τι έκαµε δια την πατρίδα της, και τας ηρνήθην […]”.

Στις 31 ∆εκεµβρίου 1967 η Σόνια Στεφανίδου, ύστερα από 40 και πλέον ετών συνεχούς υπηρεσίας στο ∆ηµόσιο, συνταξιοδοτήθηκε από το Υπουργείο Εµπορίου και Βιοµηχανίας µε το βαθµό του Τµηµατάρχου Α’ . Από τότε αποτραβήχτηκε σε ένα ιδιόκτητο µικρό διαµέρισµα στην οδό Μπουµπουλίνας 7, κοντά στην κατοικία της αδελφής της.

Τα τελευταία της χρόνια (1968 – 1990)

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, τα πέρασε ήσυχα και µε τις ωραίες αναµνήσεις των ηρωικών χρόνων του πολέµου. Παρέµεινε σεµνή και αφανής, όπως ήταν και την εποχή της µεγάλης της δόξας. Την υπερβολική αγάπη της για την πατρίδα, που την διατήρησε µέχρι την τελευταία της πνοή, την διατύπωσε απλά στην τελευταία της επιθυµία, την οποία συνέταξε στις 9 Ιουνίου 1975. Μεταξύ άλλων έγραφε “[…] Να ταφώ µε την στρατιωτική στολή µου χακί και τα διάσηµα των παρασήµων […] Η ταφή µου να είναι πολύ απλή […]”. Επίσης, µε ∆ηµόσια ∆ιαθήκη που υπέγραψε στις 24 Ιανουαρίου 1986, άφησε το µοναδικό της περιουσιακό στοιχείο, το µικρό διαµέρισµα της, στο Ίδρυµα “Στέγη Υγειονοµικών”. Την άνοιξη του 1990, η Σόνια Στεφανίδου, ηλικίας τότε 83 ετών, παρουσίασε συµπτώµατα καρδιοπάθειας και νοσηλεύτηκε σε διάφορες κλινικές και δηµόσια νοσοκοµεία. Τελικά η κουρασµένη αλλά δυναµική καρδιά της δεν άντεξε για πολύ και στις 22 Αυγούστου του ίδιου χρόνου έκλεισαν για πάντα τα µεγάλα και σπινθηροβόλα µάτια της σ’ ένα κρεβάτι της Κλινικής “Παναγία της Τήνου” στην Αθήνα. Κηδεύτηκε, όπως εκείνη ήθελε και µε τις τιµές που τις άξιζαν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Η ψυχή της ηρωίδας µας “πέταξε” για πάντα στους ουρανούς, υπερήφανη για ό,τι είχε προσφέρει στην αγαπηµένη της πατρίδα, την Ελλάδα.

ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ∆ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΝΙΑΣ- ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ

Για την εν γένει δράση της στην περίοδο 1940 -1968 η Σόνια – Σοφία Στεφανίδου τιµήθηκε µε τις παρακάτω Ηθικές Αµοιβές και ∆ιακρίσεις:

1. Στρατιωτικά Πολεµικά Μετάλλια
α. Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας 1086/1945 Ε∆ΥΣ β. Μετάλλιον Εξαιρέτων Πράξεων 273/1945 Ε∆ΥΣ

2. Στρατιωτικά Αναµνηστικά Μετάλλια
α. Αναµνηστικόν Μετάλλιον Πολέµου 1940-41 β. Αναµνηστικόν Μετάλλιον Πολέµου 1941-45 γ. Μετάλλιον
Εθνικής Αντιστάσεως 1941-45

3. Εκκλησιαστικά Παράσηµα
α. Σταυρός του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου (του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας) Υπ. Αριθ. 1634/3
Αυγούστου 1945 Έγγραφο.
β. Μέλος του Τάγµατος “ΑΦΑΝΩΝ ΗΡΩΩΝ” του Πατριαρχείου Ιεροσολύµων.

4. Πτέρυγες Αλεξιπτωτιστού
Απονοµή Βρετανικών Επιχειρησιακών Πτερύγων Αλεξιπτωτιστού (επί του στήθους) για εκτέλεση πολεµικού
άλµατος στην Κατεχόµενη Ελλάδα (∆εκέµβριος 1943).

5. Μετάλλια Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ)
α. Μετάλλιον Υπηρεσιών Στρατού 1940-41 (20 Οκτ. 1948) β. Μετάλλιον του ΕΕΣ µετά Χρυσής ∆άφνης (15
Ιουν. 1949) γ. Αναµνηστικόν Μετάλλιον Εκατονταετηρίδος ΕΕΣ (1978)

6. Μετάλλια της “ΦΑΝΕΛΛΑΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ”
“Χαλκούς Σταυρός” “∆ιά τας εξαιρέτους προς τον έργον της Φανέλλας του Στρατιώτου υπηρεσίας” (1951
Απονοµή από την τότε βασίλισσα Φρειδερίκη).

7. Λοιπές Τιµητικές ∆ιακρίσεις
α. “Χρυσούν Μετάλλιον” του Ροταριανού Οµίλου (Αθηνών – Βορρά) ως “εργασθείσα µε αφοσίωσιν και
αγάπην δια το µεγαλείον της Πατρίδος” (24 Μαρτίου 1991. Απονοµή µετά θάνατον).
β. Τιµητικό ∆ίπλωµα για τις προσφερθείσες υπηρεσίες της προς την Πατρίδα από τη Λέσχη Καταδροµέων
και Ιερολοχιτών (Απονοµή µετά θάνατον).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

∆ιαβάζοντας κανείς σήµερα, µακριά από τις επιρροές και τα συναισθήµατα του µεγάλου πολέµου, τα επίσηµα και ανεπίσηµα έγγραφα που σκιαγραφούν µε σαφήνεια και ακρίβεια τη ζωή και τη δράση της Πρώτης Ελληνίδας Αλεξιπτωτίστριας Σόνιας – Σοφίας Φ. Στεφανίδου, διαπιστώνει ανεπιφύλακτα ότι υπήρξε µια γυναίκα πατριώτης ανήσυχη, δυναµική και ασυµβίβαστη, µε υψηλά ιδανικά και εθνική υπερηφάνεια. Η υπερβολική αλλά και ανιδιοτελής αγάπη της για την πατρίδα και η σφοδρή επιθυµία της για εθελοντική προσφορά υπηρεσιών προς αυτήν την εµψύχωσαν τόσο πολύ, ώστε να δείχνει περιφρόνηση, όχι µόνο προς κάθε κίνδυνο, αλλά και προς το θάνατο ακόµα.

Σε µια, έστω και ηρωική, εποχή που η γυναίκες δεν είχαν τη σηµερινή θέση στην κοινωνία, η Στεφανίδου, αδιαφορώντας για τις τότε αντιλήψεις, υπήρξε πράγµατι µία πρωτοπόρος αγωνίστρια, δείχνοντας έτσι το δρόµο που έπρεπε ν΄ ακολουθήσει κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας που ήθελε να αγνωστεί για την ελευθερία της σκλαβωµένης πατρίδας του. “Ετόλµησε και ενίκησε” µια παράδοση που ήθελε τη γυναίκα στις υπηρεσίες των µετόπισθεν και µακριά από τις συγκινήσεις της µάχης. Αυτόν τον ωραίο αγώνα είχαν αποτολµήσει ακόµη, την ίδια εποχή, κι άλλες ηρωίδες γυναίκες· οι της Μάχης της Πίνδου και οι της Ελληνικής Αντίστασης κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής· ήταν οι νεώτερες Μπουµπουλίνες.

Η Στεφανίδου, ωστόσο, είχε ένα επί πλέον προνόµιο: να είναι η πρώτη και η µοναδική για την εποχή του πολέµου Ελληνίδα Αλεξιπτωτίστρια και µάλιστα µε πολεµικό άλµα στο ενεργητικό της. Ένα σπάνιο πράγµατι προσόν για µία γυναίκα, η οποία µάλιστα υπήρξε πρωτοπόρος στην ειδική και επικίνδυνη εκείνη εκπαίδευση. Επίσης, είχε τη µέγιστη τιµή να τιµηθεί µε το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, ανώτατο πολεµικό µετάλλιο, το οποίο σπανιότατα απονέµετο σε γυναίκες για ηρωικές πράξεις τους στο Πεδίο της Μάχης.

Από την ηµέρα που έκλεισε ο κύκλος της επίγειας ζωής της σεµνής και υπέροχης αυτής αγωνίστριας, η Ελληνική Πολεµική Ιστορία των “Αγώνων και Θυσιών” της περιόδου 1940-1944 την έχει καταγράψει στις σελίδες της και µάλιστα σε περίοπτη θέση, µαζί µε πολλούς ακόµη επώνυµους και ανώνυµους ήρωες και ηρωίδες της εποχής εκείνης.

Τέλος λίγο πριν την ολοκλήρωση του κειμένου του ο συγγραφέας Αντγος ε.α Χρήστος Φωτόπουλος  Επίτιμος Γενικός Επιθεωρητής Στρατού γράφει : «… εγώ, ως Έλληνας αξιωµατικός, αλλά και ως παλαιός καταδροµέας και αλεξιπτωτιστής, νοιώθω υπερήφανος που ασχολήθηκα µε τη σκιαγράφηση της ζωής και της δράσης της ανεπανάληπτης Σόνιας-Σοφίας Φ. Στεφανίδου και ταυτόχρονα θεωρώ χρέος τιµής να υποκλιθώ µπρος στους υπέροχους αγώνες της, για τους οποίους επάξια έφερε στο στήθος της τις πτέρυγες του αλεξιπτωτιστού και τα στρατιωτικά Πολεµικά Μετάλλια, που τις απένειµε η πατρίδα ως ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς της προς αυτήν.».

ΥΓ. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να λάβετε μέσω του βιβλίου που έγραψε ο Αντιστράτηγος ε.α Φωτόπουλος Χρήστος με τίτλο «Σόνια-Σοφία Στεφανίδου, η πρώτη ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια» που εδόθηκε το 2004 και μπορείτε να προμηθευτείτε από βιβλιοπωλεία με τα παρακάτω στοιχεία:

Συγγραφέας : Φωτόπουλος Χρήστος Σ.
Εκδότης : Κυριακίδη Αφοί
Έτος έκδοσης : 2004
ISBN : 960-343-748-4
Σελίδες : 80
Σχήμα : 21 χ 14
Κατηγορίες : Βιογραφίες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *